- πεταννύω
- πετάννυμιflypres subj act 1st sgπετάννυμιflypres subj act 1st sgπετάννυμιflypres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεταννύω — ΜΑ βλ. πετάννυμι … Dictionary of Greek
πετάννυμι — και πεταννύω, ΜΑ 1. απλώνω, ανοίγω, εκτείνω (α. «εἵματα... πέτασαν παρὰ θῑν ἁλός», Ομ. Οδ. β. «ὁ ἄνθρωπος τὰς χεῑρας πετάσας», Πορφ.) 2. θρησκ. υψώνω τα χέρια σε στάση ικεσίας 3. υψώνω το βλέμμα προς τον ουρανό («εἰς τὸν οὐρανὸν πετάσας τὸ ὄμμα… … Dictionary of Greek
προπετάννυμι — και προπεταννύω Α απλώνω κάτι μπροστά μου ως προπέτασμα, ως αμυντικό μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πετάννυμι / πεταννύω «εκτείνω, απλώνω»] … Dictionary of Greek